- ποσαπλάσιος
- -α, -ο / ποσαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑπόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλάσιος*, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -πλάσιος (πρβλ. πεντα-πλάσιος, εκατοντα-πλάσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.